ανεφικτος

ανεφικτος
    ἀνέφικτος
    ἀν-έφικτος
    2
    неприступный, недосягаемый
    

(ὕψος Plut.; ἀδύνατος καὴ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεφικτος" в других словарях:

  • ἀνέφικτος — out of reach masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος …   Dictionary of Greek

  • ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεφικτότερον — ἀνέφικτος out of reach adverbial comp ἀνέφικτος out of reach masc acc comp sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφικτότατον — ἀνέφικτος out of reach masc acc superl sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτως — ἀνέφικτος out of reach adverbial ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέφικτον — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc sg ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτοις — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτου — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτους — ἀνέφικτος out of reach masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφίκτων — ἀνέφικτος out of reach masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»